Αυτό το ταξίδι προέκυψε κατά περίεργο τρόπο. Κανονικά ήταν να πάω Ινδία. Έμαθα όμως ότι ο Swamiji δεν θα ήταν φέτος το καλοκαίρι στο ashram, αλλά θα έκανε μια περιοδεία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, θα έφευγε αρχές Αυγούστου. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να ματαιώσω το ταξίδι στην Ινδία, άλλαξα την ημερομηνία για Χριστούγεννα, και προέκυψε το θέμα του πού να πάω. Ήταν πια όλες οι πτήσεις κλεισμένες, ήταν πολύ ακριβά τα εισιτήρια… Τελικά προέκυψε να πάω στην Κούβα, με το Heronia τις εννιά πρώτες μέρες οργανωμένο ταξίδι και τις υπόλοιπες δεκατρείς μόνη μου.
1η μέρα – Κυριακή 12 Αυγούστου
Ξεκινήσαμε το πρωί, πολύ πρωί, τέσσερεις η ώρα. Εγώ την προηγούμενη, μέχρι τις 1:30 ετοίμαζα τα πράγματά μου. Όπως πάντα, υπάρχουν πολλά θέματα να τακτοποιηθούν, να φορτίσω την κάμερα, να πάρω την καινούργια μου τη μηχανούλα, και όλες οι λεπτομέρειες που προϋποθέτει ένα ταξίδι.
Έφτασα στο αεροδρόμιο στις 5:00. Δεν είχε έρθει ακόμα κανείς. Σιγά-σιγά άρχισα να βλέπω στο σημείο συνάντησης, στο γραφείο της Imperial να καταφθάνουν οι υπόλοιποι, με τις τσάντες που μας είχε δώσει το Heronia. Και τελικά το περίεργο είναι ότι, ενώ είχα αφεθεί ότι ο αρχηγός του γκρουπ θα μας αναλάβει όλους, ο αρχηγός του γκρουπ δεν ήρθε ποτέ. Κάτι έπαθε, και φύγαμε μόνοι μας – και μάλιστα χωρίς εισιτήρια. Φθάσαμε Μαδρίτη μετά από ταξίδι τεσσάρων ωρών περίπου, πήραμε τις βαλίτσες, και εδώ θα περιμέναμε την ξεναγό που τελευταία στιγμή θα έστελνε το Heronia με τις βίζες, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
Περιμέναμε εφτά ώρες περίπου στο αεροδρόμιο μέχρι να επιβιβαστούμε στην επόμενη πτήση μας. Στο ταξίδι ανακάλυψα ξαφνικά ότι την τελευταία στιγμή όλα μου τα βαφτικά τα είχα ξεχάσει στο σπίτι και έτσι στη Μαδρίτη έκανα έναν αγώνα δρόμου να προλάβω να αγοράσω μερικά απαραίτητα είδη μακιγιάζ.
Μαδρίτη-Αβάνα ήταν μεγάλη πτήση, εννέα περίπου ωρών. Φθάσαμε στην Αβάνα πολύ αργά το βράδυ. Η αίσθηση ήταν βέβαια ότι συνέχεια ήταν μέρα, γιατί εδώ είμαστε επτά ώρες νωρίτερα από την Αθήνα.
Φθάσαμε στο ξενοδοχείο National. Πολύ μεγάλη είσοδος. Μου έκανε εντύπωση η αρχιτεκτονική του, που είναι αποικιοκρατικού ύφους (ισπανικού ή γαλλικού). Η οροφή πολύ ψηλή, πρέπει να είναι πάνω από επτά μέτρα, με μεγάλα δοκάρια ζωγραφισμένα. Πολύ ωραία, σαν φιλντισένια, μωσαϊκά στους τοίχους. Ωραίο και το δωμάτιο, με κλιματισμό. Βέβαια μυρίζει λίγο από την υγρασία, αλλά είναι ένα ιδιαίτερο δωμάτιο, με μεγάλη τηλεόραση – την οποία εγώ φυσικά δεν ανοίγω- πιάνει λέει τρία κανάλια.
Εκεί ανακάλυψα ότι είχα ξεχάσει και κάτι ακόμα, το οποίο στην αρχή μου φάνηκε καταστροφικό, αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν και τόσο τρομερό: δεν είχα πάρει μαζί μου τον φορτιστή της καινούργιας μου μηχανής. Όμως η μπαταρία της γράφει ότι διαρκεί για 300 φωτογραφίες, κι έτσι ησύχασα.
Το βράδυ λοιπόν, μόλις ανοίξαμε τα πράγματα και τακτοποιηθήκαμε, πήγαμε πίσω από το ξενοδοχείο, σε μια γιορτή σαν καρναβάλι. Είχε πάρα πολύ κόσμο, πιο πολύ μικρά παιδιά. Τίποτα το ιδιαίτερο, ψιλόβρεχε κιόλας, μύριζε κάπως στους δρόμους μπύρα και άλλες μυρωδιές λίγο δυσάρεστες. Μου φάνηκε σαν να προσπαθούσαν να διασκεδάσουν με το τίποτα. Γύρισα στο ξενοδοχείο και κοιμήθηκα.
2η μέρα – Δευτέρα 13 Αυγούστου
Εννιά η ώρα το επόμενο πρωί είχαμε ραντεβού με την ξεναγό, τη Δέσποινα, και τον Fernando, το ντόπιο ξεναγό, για να πάμε μια πρώτη επίσκεψη.
Η πρώτη στάση ήταν σε ένα μαγαζί πούρων. Και μου έκανε εντύπωση το ότι επιλέχθηκε αυτό το μέρος για πρώτη επίσκεψη – ίσως ήταν για να παίρνουν προμήθεια οι δύο ξεναγοί από την κατανάλωσή μας. Στο συγκεκριμένο μαγαζί είχαν πάρει και βραβείο, γιατί είχαν κατασκευάσει ένα πούρο είκοσι μέτρων, που μπήκε στο βιβλίο Γκίνες. Πανάκριβα τα πούρα, οι τιμές σχεδόν σαν την Ελλάδα. Το νόμισμα εδώ είναι pesos. Βέβαια δίνουν μεγάλους φόρους στο κράτος, αλλά πάντως οι τουρίστες είναι η κύρια πηγή εισοδήματος, και πράγματι οι τιμές είναι πολύ υψηλές.
Συνεχίσαμε το γύρο της πόλης με επίσκεψη στη Havana Vieja (παλιά Αβάνα) με τις τέσσερεις πλατείες της. Έχει πολλή ατμόσφαιρα, μου θύμισε την Place de Bruges, ή και λίγο Βενετία. Έχουν πολύ χώρο, υπάρχει χώρος, βλέπεις τον ουρανό. Τα σπίτια πολύ ωραία. Από το 1983 η UNESCO ανέλαβε την επισκευή και συντήρηση πολλών κτιρίων της παλιάς Αβάνας. Βεβαίως κανείς αναρωτιέται πώς είναι, εκεί όπου μένουν οι άνθρωποι, βλέποντας την παλαιότητα των κτιρίων. Είναι παμπάλαια κτίρια, του 16ου αιώνα! Σε πολλά υπάρχουν σίδερα . Όπως έμαθα είναι από τον παλιό καιρό, για προστασία από τους κουρσάρους. Πήγαμε στο παλιό φρούριο La Cabaña, στην Xerocaabaña όπου στις εννιά η ώρα χτυπάνε τα κανόνια, σε ενθύμηση παλιάς συνήθειας που είχαν το πρωί και το βράδυ να ρίχνουν κανονιοβολισμούς για να προστατεύσουν την πόλη από τους κουρσάρους
Φάγαμε σε ένα ακριβό μαγαζί, όπου άργησαν πάρα πολύ να μας σερβίρουν, με αποτέλεσμα να έρθει η παέγια μου πολύ αργά, και σχεδόν δεν την έφαγα.
Το βράδυ, πίσω στο ξενοδοχείο National, πήγαμε να δούμε το σόου στο καμπαρέ Parisian. Φοβόμουν ότι θα βαρεθώ πολύ, αλλά οι καλλιτέχνες με συγκίνησαν, τραγουδιστές και συγχρόνως καταπληκτικοί χορευτές. Βέβαια οι χορογραφίες λίγο παλιομοδίτικες, τα κοστούμια κάπως υπερβολικά και κιτς, το πρόγραμμα έφυγε πολύ από τα δικά τους (ρούμπα, σάλσα, μπολέρο), παρ’ όλα αυτά ήταν ένα χορταστικό θέαμα, με πολλή ενέργεια στο τέλος.
Μια βόλτα πάλι έξω από το ξενοδοχείο, γιατί αύριο γιορτάζουν τα ογδοηκοστά τρίτα γενέθλια του Φιντέλ Κάστρο.
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο στη μιάμιση τη νύχτα!
3η μέρα – Τρίτη 14 Αυγούστου
Εγερτήριο στις 8 το πρωί. Σήμερα είναι ελεύθερη μέρα, και εγώ πρέπει να κανονίσω τι θα κάνω μετά. Είναι 8:30 τώρα που ηχογραφώ, μπροστά μου είναι ο υπέροχος κήπος του ξενοδοχείου, με συντριβάνια, γρασίδι, μεγάλους κοκκοφίνοικες τοποθετημένους σε κομμάτια γης, καρέκλες διάσπαρτες. Μπροστά περνάει το El Malecón, η παραλιακή λεωφόρος, και πέρα απ’αυτήν η θάλασσα.
Κατέβηκα για πρωινό σε μια μεγάλη αίθουσα, στο κάτω μέρος του ξενοδοχείο. Το περίεργο είναι ότι τα σερβίτσια και τα φαγητά είναι τοποθετημένα πολύ διάσπαρτα και θα έλεγα ότι είναι πολύ δύσκολο να τα βρείς. Έχει όλα τα γνωστά που προσφέρονται στα μπουφέ. Ο καφές μου φαίνεται κάπως περίεργος – αν και οι φίλοι μου στην Αθήνα μου έλεγαν ότι είναι από τους καλύτερους καφέδες, και πράγματι η Κούβα φημίζεται για τον καφέ της.
Η έγνοια μου ήταν τι θα κάνω στο ταξίδι αυτό, πώς θα συνεχίσω αυτές τις δεκατρείς μέρες, όταν θα φύγουν οι άλλοι. Τελείωσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα το πρωινό μου και άρχισα να σχεδιάζω τι ερωτήματα έχω, ποια τηλέφωνα πρέπει να συγκεντρώσω, για να οργανώσω το υπόλοιπο του ταξιδιού μου. Σε κάποια στιγμή έμαθα από τη Δέσποινα ότι ο Fernando ήταν επάνω. Τον βρήκα να συζητά με τη Δέσποινα τα της ημέρας του ταξιδιού. Σήμερα θα έκαναν μόνο μια επίσκεψη στην πόλη, ελεύθερη, και μάλλον θα πήγαιναν για ψώνια, έτσι εκ των πραγμάτων εγώ… Θα μου χρειαζόταν ένα μήνα να σχεδιάσω και να τηλεφωνήσω μόνη μου, οπότε αφού είχα ελεύθερο και τον Fernando, τον έκατσα κάτω και συζητήσαμε. Του είπα τα θέματά μου και τελικά φτιάξαμε ένα πρόγραμμα.
Αποκλείσαμε πρώτα απ’ όλα την περίπτωση να νοικιάσω αυτοκίνητο όπως ήθελα, γιατί κατάλαβα πως αυτό θα ήταν πολύ ακριβό: να σκεφτεί κανείς ότι για μια μέρα είναι 100 pesos συν τη βενζίνη. Παλέψαμε λοιπόν να βγάλουμε ένα εισιτήριο.
Εγώ ήθελα να επισκεφθώ το Bergamo, που φαίνεται να είναι μια όμορφη πόλη, αλλά τελικά δεν υπήρχε εισιτήριο για το Bergamo. Θα έπρεπε να πάω μέσω μιας άλλης πόλης, από κει να βρεθεί ένας τρόπος να περάσω στο Bergamo και από εκεί να πάω στο Sierra Mestre, εκεί από όπου ξεκίνησε η επανάσταση με τον Φιντέλ και τον Τσε Γκεβάρα. Μα υπήρχαν δύο δυσκολίες: από τη μια το μέρος δεν είναι συνηθισμένος τουριστικός προορισμός, και από την άλλη δεν ήταν εύκολο να βρούμε ένα τηλέφωνο. Βέβαια ο οδηγός του Lonely Planet, όπως πάντα, βοήθησε πάρα πολύ. Βρήκα εκεί διάφορα πρακτορεία τα οποία είναι συνδεδεμένα μ’αυτή την περιοχή. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνα και τελικά βρήκε ένα πρακτορείο, το Ego Tour, όπου ο Fernando ρώτησε εάν μπορώ να μείνω στη βίλλα Santo Domingo που είναι μέσα στο δάσος, και από εκεί να μου κανονίσουν οδηγό για ένα trek. Κανονίστηκε όντως, και έφυγα για να αγοράσω το αεροπορικό εισιτήριο. Βρήκα μόνο μια πτήση για Hogging στις επτά το βράδυ. Επτά νομίζω φεύγουν και οι υπόλοιποι – ή λίγο πιο αργά από εμένα.
Επέστρεψα στο ξενοδοχείο για να αλλάξω χρήματα, και συνάντησα ένα νεαρό παιδί, τον Emanuel, ο οποίος με ρώταγε εάν με ενδιέφερε να νοικιάσω δωμάτιο σε casa particular (ιδιωτική κατοικία, δηλαδή ένα είδος bed and breakfast). Δώσαμε ένα ραντεβού γύρω στις 3.30-4.00
Ως εκείνη την ώρα είχα ξεμπερδέψει όλες μου τις δουλειές, συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο και φύγαμε, 10 λεπτά με τα πόδια, για να φτάσουμε στην casa. Περπατήσαμε μαζί τη λεωφόρο Enfante, μπήκαμε στη λεωφόρο Carlos III και φθάσαμε σε ένα ωραίο σπίτι. Ο ιδιοκτήτης όμως δεν ήταν εκεί, έτσι πήγαμε σε ένα άλλο σπιτάκι, το οποίο δίνει πάνω στη λεωφόρο Carlos III. Είναι ο αριθμός 1113. Τελικά αυτό το σπίτι το έκλεισα.
Το παιδί αυτό μου πρότεινε να πάμε καμιά βόλτα. Ήταν ένα νεαρό, παχουλό παιδί, που μιλάει και λίγο αγγλικά, αλλά έχει τη μεγάλη υπομονή να επιχειρεί να με καταλάβει τι λέω στα ισπανικά. Μάλιστα πήραμε και camello. Τα camellos (δηλ. καμήλες) είναι λεωφορεία τεράστια που κάνουν καμπούρες, και μου θύμισαν πραγματικά τα ινδικά λεωφορεία, όμως στο διπλάσιο, και ίσως πιο δύσκολα ως προς την πήχτρα, ο ένας πάνω στον άλλον.
Πήγαμε λοιπόν στην κινέζικη περιοχή, Barrio Chino de La Habana, σε ένα μπαράκι – που τελικά δεν είχε τη μουσική που νόμιζα - και ήπιαμε mohitos και Cubalibre.
Γύρισα στο ξενοδοχείο και κάθισα για λίγο έξω σε έναν πολύ ωραίο χώρο με σκεπαστή arampasio, δηλαδή βεράντα, και όπου έπαιζαν ωραία παλιά τραγούδια: Commentate, Gee Kebara, Trusties και άλλα που δεν θυμάμαι. Είχε ήδη πάει η ώρα 7 και κάτι. Ήπια έναν καφέ και ανέβηκα στο ξενοδοχείο πολύ γρήγορα, γιατί εφτάμιση είχαμε ραντεβού για το βραδινό μας.
Πήγαμε λοιπόν όλοι μαζί σ’ένα εστιατόριο που μοιάζει να είναι πολύ γνωστό, γιατί εκεί έχουν φωτογραφηθεί πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες, όπως Harry Belafonte, Rita Hemoyeit, Gerarate De Partie Naomi και πολλοί άλλοι. Εγώ έφαγα ψάρι με λίγο μαύρο ρύζι (σαν κόκκινο ήταν…) και πατάτες. Ψιλοάνοστα όλα, δεν έχουν καθόλου αίσθηση του πικάντικου. Ένα παγωτό, κι αυτό άνοστο, και μετά μπήκαμε στο λεωφορείο: μια παρέα γυναικών, μεγάλες οι περισσότερες εκτός από μία, και ένας κύριος.
Ήταν 10.30 το βράδυ, και πήγαμε στο Casa de la musica. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς. Οι κυρίες φοβόνταν λίγο, αλλά σιγά-σιγά ξεθάρρεψαν και περπατήσαμε λίγο, έφτασε 11 όταν μπήκαμε στο Casa de la musica. Τελικά ήταν όλα ηχογραφημένη μουσική, μέχρι τη μία η ώρα, που είχαμε αρχίσει να νυστάζουμε – νομίζω εκείνη την ώρα θα άρχιζε η ζωντανή μουσική. Ψιλοαπογοητεύτηκα, και η μουσική που παίζανε μου φάνηκε pop salsa.
Είχε πολλά νέα κορίτσια που προσπαθούσαν να βρουν καβαλιέρους για τη νύχτα. Όμορφα κορίτσια και αγόρια. Ήδη στο δρόμο πηγαίνοντας προς τα εκεί, ένας νεαρούλης με χάϊδεψε απαλά, ρωτώντας εάν πάμε στο Casa de la Musica. Δεν έχω καταλάβει ακόμα τι σημαίνει αυτή η ευκολία τους να πηγαίνουν με τους ξένους, που νομίζω έχει επηρεάσει όλο το χαρακτήρα τους. Ή πώς ερμηνεύεται σημειολογικά, και τι σημαίνει πηγαίνω από ανάγκη με τους ξένους για ένα βράδυ, για ένα ποτό. Μία η ώρα πάντως φύγαμε, γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και τώρα είναι δύο και πέφτω για ύπνο, γιατί αύριο έχουμε εκδρομή.
Τετάρτη 15 Αυγούστου
Ξεκινήσαμε 8.30. Όπως έλεγε και ο οδηγός μας ο Fernando, η Κούβα μοιάζει με κροκόδειλο, η ουρά που κοιτάει προς τα δεξιά είναι το Pinal del Río όπου πήγαμε σήμερα.
Η διαδρομή ήταν περίπου 180 χιλιόμεστρα, σε μια εντελώς επίπεδη κοιλάδα. Δεν είχε κανένα ιδιαίτερο τοπίο να δείς, το μεγαλύτερο μέρος ήταν τεράστιοι δρόμοι, με τρείς λωρίδες δεξιά και τρείς αριστερά. Τον αυτοκινητόδρομο τον έφτιαξαν οι Ρώσσοι, και το έργο έκανε σαράντα χρόνια να ολοκληρωθεί – ορισμένα σημεία ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί. Οι Κουβανοί ήθελαν να είναι μεγάλοι οι δρόμοι, και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τελειώσουν τα υλικά. Και βέβαια είναι τελείως άχρηστοι, γιατί εκτός από τα λεωφορεία, μερικά φορτηγά και ελάχιστα αυτοκίνητα, οι δρόμοι αυτοί είναι άδειοι. Συναντάς πολλούς ανθρώπους να κάνουν ωτοστόπ, ή κρατούν χρήματα στα χέρια για να δείξουν στους οδηγούς ότι θα τους πληρώσουν ώστε να σταματήσουν. Και συχνά μαζί τους είναι κάποιος ντυμένος στα κίτρινα – τους λένε έτσι, «κίτρινοι άνθρωποι» - που διευθετεί ποιος θα προηγηθεί στο ωτοστόπ.
Οι πινακίδες των αυτοκινήτων είναι διαφόρων χρωμάτων. Οι μπλέ πινακίδες προσδιορίζουν ότι το αυτοκίνητο είναι κρατικό. Τα κρατικά αυτοκίνητα είναι υποχρεωμένα να σταματήσουν και να πάρουν ανθρώπους. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν πολλά μέσα συγκοινωνίας, και το ωτοστόπ είναι συνήθης τρόπος για μεταφορά. Οι πορτοκαλί πινακίδες προσδιορίζουν νομίζω ξένους που ζούν στην Κούβα, πράσινες έχουν οι στρατιωτικοί και οι κίτρινες είναι ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα.
Στο Pinal del Río, που είναι διάσημο για τα καπνά υψηλής ποιότητας, επισκεφθήκαμε μια καλύβα όπου παρασκευάζουν τα καπνά. Τα σπίτια εδώ είναι παλιά σπίτια Ινδιάνων. Τους Ινδιάνους τους σκότωσαν όλους οι Ισπανοί, και στα σπίτια τους μένουν τώρα οι Κουβανοί. Είναι απλές, πολύ απλές κατασκευές, συνήθως ξύλινες, με ψάθινες σκεπές. Έχει δοθεί εντολή από το κράτος,αυτά τα σπίτια να ξαναγίνουν για να είναι πιο ισχυρά ενάντια στους τυφώνες, αλλά φυσικά δεν υπάρχουν τα μέσα, ούτε χρήματα αλλά ούτε και υλικά. Εκεί όπου χτίζονται σπίτια, συνήθως είναι δίπλα στα ξενοδοχεία, τα οποία είναι κρατικά. Όλα είναι κρατικά, δεν υπάρχει τίποτα το ιδιωτικό, εκεί λοιπόν μετά την κατασκευή των ξενοδοχείων ξεμένουν κάποια υλικά που πωλούνται σε μαύρη αγορά, και έτσι γύρω από τα ξενοδοχεία υπάρχει κάποια ανοικοδόμηση.
Αφήσαμε τον κεντρικό δρόμο και μπήκαμε προς το Βινιάλες. Βινιάλες σημαίνει αμπελώνες. Οι Ισπανοί θέλησαν να φυτέψουν αμπέλια, τα οποία τελικά δεν μπόρεσαν να ευοδώσουν. Παρατήρησαν όμως ότι οι ντόπιοι καλλιεργούσαν καπνό, και έτσι μετέτρεψαν τις φυτείες αμπελιών σε καπνά, κρατώντας παρ’όλα αυτά την ονομασία.
Γεωλογικά είναι ένας σπάνιος τόπος. Παλιότερα υπήρχε θάλασσα παντού. Αποσύρθηκε η θάλασσα και σκίστηκαν τα βουνά, καθώς σκίστηκαν και οι ήπειροι και διαχωρίστηκαν. Αυτά τα βουνά λοιπόν, φτιαγμένα από ασβεστόλιθο, σαν να κόπηκαν, δημιουργώντας αυτούς τους έτερους, κάθετους σχηματισμούς. Τέτοια παρόμοια υπάρχουν στην Κίνα, στην Ταϋλάνδη, την Κορέα, τη Σρι Λάνκα.
Ένα τέτοιο βουνό είχε δημιουργήσει μια μεγάλη σπηλιά, στην οποία μπήκαμε. Και μάλιστα περάσαμε με βάρκα, γιατί σε ορισμένα σημεία υπάρχει νερό μέσα στις σπηλιές αυτές. Σταλαγμίτες σε όλα τα σχήματα…
Η φύση ήταν πάρα πολύ όμορφη, με πολύ πυκνή βλάστηση. Φάγαμε ένα ωραίο φαγητό, πάντα με συνοδεία κουβανέζικης μουσικής. Αγόρασα μερικά CD από τραγουδιστές του Buena Vista και μπήκαμε στο λεωφορείο για την επιστροφή.
Μπαίνοντας στην πόλη, βλέπεις πολιτικά λόγια που είναι μεγάλα λόγια, όπως «Πάμε καλά» «Πατριωτισμός»… Το θέμα είναι πως οι άνθρωποι είναι τελείως απογοητευμένοι και αισθάνονται ένα πλήρες αδιέξοδο. Έχουν φύγει τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα στο Μαϊάμι. Το όνειρο κάθε Κουβανού είναι να φύγει, με οποιοδήποτε τρόπο. Άλλοι φεύγουν από τη θάλασσα, με κίνδυνο της ζωής τους, και πολλοί πνίγονται, είτε τους τρώνε οι καρχαρίες. Άλλοι προσπαθούν να φύγουν με αεροπλάνο, αλλά δεν φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους.
Όσοι μένουν εδώ προσπαθούν να επιβιώσουν με συσσίτιο εντελώς ανεπαρκές, μισό μπουκάλι λάδι για ένα μήνα, τρία κιλά ρύζι για ένα μήνα. Βγάζουν μισθό 25 pesos το μήνα όταν ένα δωμάτιο έχει 25 pesos, και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορούν να το αξιοποιήσουν και να το εκμεταλλευτούν, αφού όλα είναι κρατικά. Έτσι αυτά τα λόγια μοιάζουν κενά. Κι όλοι αναρωτιούνται, τι θα γίνει όταν ο Φιντέλ δεν θα υπάρχει πιά; Οι περιουσίες όσων έχουν φύγει στο Μαϊάμι έχουν δημευτεί, και όταν επιστρέψουν αυτοί, θα τις διεκδικήσουν, οπότε αυτοί που τώρα μένουν μέσα θα πρέπει να φύγουν, και πού θα πάνε; Υπάρχει κίνδυνος εμφυλίου πολέμου. Υπάρχουν μεγάλα ερωτηματικά σε σχέση με την Κούβα.
Επιστρέψαμε γύρω στις 6.30. Αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ξάπλωσα να κοιμηθώ αλλά δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Βέβαια τα απογεύματα εδώ είναι υπέροχα, πολύ χαλαρωτικά στις πολυθρόνες. Ανέβηκα όμως. Τώρα φτιάχνω σιγά-σιγά τα πράγματά μου και αύριο φεύγουμε στο Cien Fuegos. Στις 8.30 πρέπει να αναχωρήσουμε, οι βαλίτσες πρέπει να είναι κάτω.
Αργότερα
Ετοίμασα τις βαλίτσες και ξανακατέβηκα. Ήμουν πολύ κουρασμένη, όμως ήθελα να μην πάω για ύπνο αμέσως, αλλά να δω κάτι ακόμα από την Αβάνα. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε σε ένα τοπικό κλαμπ που λεγόταν Havana Café. Πάλι μου έκανε εντύπωση το ότι είδα Κουβανές με ξένους. Και να αναρωτιέται κανείς συνέχεια για αυτές τις σχέσεις. Το καφέ είχε μια πολύ ωραία βιτρίνα, από την οποία έβλεπες όλη την Αβάνα, ηχογραφημένη μουσική και στη μία τη νύχτα άρχισε το ζωντανό πρόγραμμα: γκρουπ κοριτσιών, δύο τρομπόνια, δύο τραγουδίστριες, δύο κρουστά και πρέπει να είχε και ένα κόντρα μπάσο. Εγώ κάθισα πολύ λίγο και επέστρεψα στο ξενοδοχείο.
Πέμπτη 16 Αυγούστου
Το πρωί μετά το πρωινό ξεκινήσαμε. Και πάλι στους δρόμους χιλιάδες κόσμος που περιμένει για ωτοστόπ, συχνά με χρήματα για να δελεάσουν τον οδηγό και να του υπενθυμίσουν ότι μπορεί να βγάλει λεφτά.
Όταν φθάσαμε στον εθνικό αυτοκινητόδρομο, περάσαμε από διάφορες συνοικίες της Αβάνας. Μερικές είναι υπέροχες, είναι οι συνοικίες με τις πρεσβείες και τα παλιά αρχοντικά όπως το πανέμορφο Μιραμάρ: όμως είναι εντελώς παρατημένα.
Φθάσαμε λοιπόν σε έναν εθνικό δρυμό όπου εκτρέφουν κροκοδείλους – ένα ωραίο πάρκο, με νούφαρα, και είχε ενδιαφέρον. Συνεχίσαμε και τελικά φθάσαμε στη Santa Clara, όπου έγινε η τελευταία μάχη στην κουβανή επανάσταση στα τέλη του 1958. Δύο στρατιές γκεριγιέρος έκαναν επίθεση στην πόλη, τη μία οδηγούσε ο Camilo Cienfuegos και την άλλη ο Ernesto Che Guevara. Η επιτυχία της επίθεσης σήμανε το τέλος της δικτατορίας του Μπατίστα και την αρχή της εποχής του Φιντέλ Κάστρο.
Είδαμε το μνημείο προς τιμήν του Τσε. Πρώτα απ’όλα απ’έξω ήταν σκαλισμένο στην πέτρα το αποχαιρετιστήριο γράμμα που ο Τσε έστειλε στον Φιντέλ, όταν το 1965 παραιτήθηκε από τη θέση του στην ηγεσία του κόμματος, τη θέση του υπουργού και το βαθμό του ταγματάρχη και εγκατέλειψε την Κούβα, για να συνεχίσει την επανάσταση στη Βολιβία (όπου θα πέθαινε 2 χρόνια αργότερα). Θυμάται πώς τον πρωτογνώρισε, τον ευχαριστεί για όλα, του επιβεβαιώνει την πίστη του στον κοινό αγώνα και του λέει
«Αν έρθει η τελευταία μου ώρα κάτω από άλλους ουρανούς, η τελευταία μου σκέψη θα είναι γι’αυτόν το λαό και ειδικά για σένα, πως σου είμαι ευγνώμων για τις διδασκαλίες και το παράδειγμά σου, και θα προσπαθήσω να μείνω πιστός στις τελικές επιπτώσεις των πράξεών μου.» Και «όπου κι αν καταλήξω θα νοιώθω την ευθύνη του να είμαι ένας Κουβανός επαναστάτης, και έτσι θα πράττω. Δεν αφήνω τίποτα υλικό στα παιδιά μου και στη γυναίκα μου, κι αυτό δεν με στενοχωρεί, αντίθετα χαίρομαι που είμαι έτσι. Δε ζητώ τίποτα γι’αυτούς, αφού το Κράτος θα τους δώσει αρκετά για να ζήσουν και θα τα μορφώσει.»
Πολύ συγκινητικό γράμμα.
Στη Βολιβία όμως δεν πρόλαβε να κάνει αυτά που ήθελε. Η CIA τον κυνηγούσε και τελικά τον εντόπισε και τον έπιασαν αιχμάλωτο σε ένα σχολείο. Αυτός που τον φύλαγε, ενώ είχε εντολές να μην τον σκοτώσει, έπαιζε μαζί του, πυροβολώντας σε διάφορα σημεία γύρω-γύρω, ώστε να τον τρομάξει, και ο ίδιος να ασκείται στη σκοποβολή. Και τότε ο Τσε του είπε «αν είσαι άντρας, να χτυπήσεις στο στήθος». Και ο άλλος το έκανε. Όταν μαθεύτηκε αυτό, αποφάσισαν να κόψουν τα χέρια του Τσε ώστε να μην υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα και να μην αποδειχθεί ότι το πτώμα ήταν το δικό του.
Μετά από πολλά χρόνια βρέθηκαν μερικά κόκκαλα από το σώμα του, και μάλιστα βρέθηκε και ένα από τα χέρια του, θαμμένο κι αυτό κοντά στο σχολείο. Αυτά τα απομεινάρια το 1997 τα μετέφεραν στην Κούβα με μεγάλη συγκίνηση και τιμές, σε ένα υπόγειο μαυσωλείο όπου φυλάσσονται μέσα σε σεντούκια, μαζί με έξι άλλων συντρόφων του (τεσσάρων Κουβανών, ενός Βολιβιανού και ενός Περουβιανού) – αργότερα προστέθηκαν κι άλλοι. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το επισκεφθούμε.
Συνεχίσαμε ώς το Cienfuegos (=εκατό φωτιές), μια πολύ όμορφη πόλη κοντά στη θάλασσα. από εδώ είναι και ο πατέρας της μουσικής, ο Beny Moré.
Ήρθαμε στο ξενοδοχείο, φάγαμε βραδινό, σε μπουφέ. Είχε ζωντανή μουσική. Ένας πολύ γλυκός μουσικός με τα γυαλάκια του, σαν διανοούμενος, που τραγουδούσε όμορφα με την κιθαρίτσα του. Και ένα νεανικό ζευγαράκι χόρευε πολύ συμπαθητικά, ήταν ντυμένοι με πολύχρωμα κοστούμια με μεγάλα μανίκια, η κοπελίτσα με πολύ κοντή φούστα. Αυτό ήταν από τα καλύτερα μουσικοχορευτικά που είχα δει. Έπειτα πήγα μια βόλτα. Η πόλη είναι ήρεμη, με μεγάλη πλατεία, αγάλματα, μικρά πάρκα, και ένα πολύ ωραίο θέατρο, τα σπίτια καλοδιατηρημένα. Σε όλα τα σημεία υπάρχει μουσική. Πολλές φορές οι μουσικοί επαναλαμβάνουν συνέχεια σοναϊσκλαμπ, και πολλές φορές έχει και μεγάλους ανθρώπους, παππούληδες θα έλεγα.
Τώρα είμαι στο δωμάτιο έτοιμη να πάω για ύπνο.
Παρασκευή 17 Αυγούστου
Μετά το πρωινό ξεκινήσαμε με το πούλμαν για να μεταφερθούμε στην Trinidad, στην κεντρική Κούβα.
Η Τρινιδάδ ήταν μία από τις τέσσερεις πόλεις που ίδρυσε το 16ο αιώνα ο Diego Velázquez και έγινε κέντρο παραγωγής καπνού και επεξεργασίας ζαχαροκάλαμου. Το 1988 ανακηρύχθηκε τόπο διεθνούς κληρονομιάς από την UNESCO.
Επισκεφθήκαμε το μουσείο στο Palacio Cantero, ένα παλιό αρχοντικό του 19ου αιώνα, και το μουσικό μπαρ San Chacha. Πολύ όμορφο, με μια εσωτερική αυλή με αναρριχόμενα φυτά, με μουσικούς μεγάλης ηλικίας οι οποίοι έδιναν πολύ ιδιαίτερη και γλυκιά ατμόσφαιρα.
Η Τρινιδάδ έχει κρατήσει όλη τη γραφικότητά της, με τους πλακόστρωτους δρόμους από μικρές πέτρες, με τις ανηφόρες της, τα όμορφα σπίτια όλα προστατευμένα από μεγάλα κάγκελα – απομεινάρι της εποχής των πειρατών, αλλά χρήσιμο και σήμερα για τους κλέφτες.
Φύγαμε πάλι προς Σάντα Κλάρα, και επισκεφθήκαμε ένα τραίνο που έχει μετατραπεί σε μουσείο. Εκεί πιστεύεται ότι ο Τσε, μαζί με μια ομάδα αντρών, και με διάφορα πολεμικά τεχνάσματα, ανατίναξαν ένα τραίνο γεμάτο στρατιώτες του Μπατίστα. Την πλατεία την ονόμασαν Ερνέστο Ντιβάρα.
Συνεχίσαμε προς το Varadero, μια λωρίδα γης ανατολικά της Αβάνας, που έχει μετατραπεί σε τουριστόπολη, με πολύ μεγάλα ξενοδοχεία. Εμείς ήρθαμε στο Barcelo Marina Palace, το οποίο είναι στην άκρη-άκρη. Πολυτελές, αλλά κακόγουστο, με πολλά εστιατόρια – μπορούμε να τρώμε και να καταναλώνουμε όσο θέλουμε, είναι μέσα στην τιμή. Εγώ έχω το δωμάτιο 1249 στον τρίτο όροφο, στο κτίσμα Σέντρο. Κάθε βράδυ έχει διάφορες παραστάσεις. Οι χορευτές είναι καταπληκτικοί, μετατρέπονται από κλασικούς χορευτές σε Κουβανούς και Βραζιλιάνους χορευτές.
Τρίτη 21 Αυγούστου
Το Σάββατο έγινε κάτι που με τάραξε πάρα πολύ. Ανακοίνωσαν ότι τις τελευταίες μέρες στην Καραϊβική έχει ξεκινήσει ένας κυκλώνας, τον οποίο τον ονόμασαν Dean. Τον χαρακτήρισαν κατηγορία 3, που μετά έγινε 4, τέλος έφτασε 5, και ο οποίος κατευθυνόταν προς την Κούβα. Αυτό με τρομοκράτησε, γιατί την άλλη μέρα, Κυριακή, ο ομάδα μου έφευγε για Ελλάδα και εγώ Κυριακή απόγευμα είχε βραδινή πτήση να πάω στο Χολογκίν. Είχα κανονίσει να κοιμηθώ εκεί σε ένα σπίτι, και τη Δευτέρα να μεταφερθώ στην Σιέρρα Μέστρε, να κάνω ένα trekking την Τρίτη στην περιοχή Λα Πλάτα, εκεί όπου ο Φιντέλ διεύθυνε την Κιρίγια, το 1956 νομίζω, και τώρα;
Δεν ήξερα τι να κάνω, είχα πολύ μεγάλη αγωνία. Από εκείνη τη μεριά ερχόταν ο τυφώνας, κι εγώ θα πήγαινα ακριβώς προς το μέρος του. Προσπαθούσα τρέχοντας στη ρεσεψιόν αλλά και από το CNN να αποσπάσω πληροφορίες, αλλά ήταν πολύ ελλειπείς. Τελικά ο τυφώνας δεν κατευθυνόταν στην Κούβα, αλλά περνούσε νότια της Κούβας, στη Τζαμάϊκα, και στα νησιά Κεϊμάν. Παρ’όλα αυτά τη νότια Κούβα την είχαν θέσει σε κατάσταση συναγερμού ακλόνητο.
Υπάρχουν τρείς φάσεις: Η πρώτη είναι η Informativa (πληροφόρηση), όταν ο κυκλώνας μπορεί να επηρεάσει την περιοχή τις επόμενες 72 ώρες . Η δεύτερη alerta ciclónica (κινητοποίηση), όταν ενδέχεται να επηρεάσει την περιοχή τις επόμενες 48 ώρες και η τρίτη alarma ciclónica (συναγερμός), αν ενδέχεται να επηρεάσει την περιοχή τις επόμενες 24 ώρες (αυτή παραμένει ωσότου παραμένει και ο κίνδυνος, ωσότου περάσει ο κυκλώνας).
Η νότια περιοχή λοιπόν, Santiago de Cuba, Camagüey, Las Tunas, Holguín, Guantánamo και Baracoa, δηλαδή ακριβώς όλη η περιοχή που ήθελα να επισκεφθώ, ήταν σε κατάσταση συναγερμού κυκλώνα. Σκεφτόμουν πάρα πολύ έντονα, να μην αποκοπώ, να μην τρομάξει η μαμά…
Μετά από πάρα πολλή σκέψη και αγωνία αποφάσισα να μείνω σ’αυτό το ξενοδοχείο άλλα δύο εικοσιτετράωρα (350 Pesos, και το peso είναι περίπου ένα ευρώ), για να έχω την ησυχία μου. Και γιατί εάν αποκοπούμε λόγω του κυκλώνα, εδώ σίγουρα θα υπήρχε τροφή, και τέλος πάντων μια πολιτισμένη διαμονή.
Έτσι έμεινα δύο μέρες, δύο μέρες βαρετές θα έλεγα, με λίγο μπάνιο. Το βράδυ της Κυριακής ο τυφώνας πέρασε στα νότια της Τζαμάϊκα και ενισχύθηκε. Τη Δευτέρα προχώρησε προς το νότιο μέρος της Αβάνας και μάλιστα χτύπησε το Banal de Rio, το νησί Silages de la Galatia και προχώρησε προς την ακτή της Αμερικής. Εκείνη τη μέρα εμείς είχαμε πάρα πολύ άνεμο, έβρεχε πολύ, και καταλάβαινε κανείς πως αφού έτσι ήταν εδώ, που είμαστε τελείως έξω από το μάτι του κυκλώνα, πώς θα ήταν στην περιφέρεια;
Σήμερα Τρίτη ετοιμάζομαι να φύγω στις 12.00. Έκλεισα λεωφορείο. Θα πάω στην Αβάνα, θα κοιμηθώ εκεί σε μια casa de particular στην παλιά πόλη και αύριο το βράδυ είναι η πτήση μου για Holguín. Δυστυχώς έχασα το κομμάτι της πεζοπορίας και έχω μια μέρα λιγότερο απ’ό,τι είχα υπολογίσει στο Santiago de Cuba. Χθες το απόγευμα που πήγα Βαραδέρο για να κλείσω κάποια πτήση, ήταν όλα κλειστά, όλες οι πτήσεις για Santiago, και έτσι θα πάω με ταξί ή λεωφορείο.
Τώρα είναι εννέα το πρωί και καθώς ετοιμάζω σιγά-σιγά τα πράγματά μου, βλέπω στο CNN τον τυφώνα Dean να έχει χτυπήσει το Μεξικό. Ευτυχώς έχει γίνει κατηγορία 3 και προχωράει προς την ενδοχώρα. Ανακοινώνουν ότι θα είναι τουλάχιστον 13 φέτος. Έλεγαν ότι θα είναι η χρονιά των κυκλώνων, και θα φέρουν πολύ μεγάλες πλημμύρες. Δείχνουν εικόνες βιβλικής καταστροφής, όπου οι άνθρωποι ανεβαίνουν στις ταράτσες. Πόλεις όπως η Οκλαχόμα, και μάλιστα σε μια πολιτισμένη Αμερική, ακόμα δεν ξέρουν τι γίνεται με τους κυκλώνες. Οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στα σπίτια, έχουν απομακρύνει όλους τους τουρίστες από το Μεξικό και έχει γεμίσει η Αβάνα από τουρίστες που τους έφεραν προς τα ‘δω. Ευγνωμονώ το Θεό γι’αυτή τη μεγάλη τύχη που είχα να μη χτυπήσει ο κυκλώνας εδώ.